Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἶδμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οἶδμα, -ατος, τό (οἰδέω), πρήξιμο, διόγκωση, φούσκωμα, οἴδματι θύων, λυσσομανώντας με φουσκωμένα κύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., σε Σοφ.· γενικά, θάλασσα, στον ίδ., Ευρ.