LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οἶδα"
-
οἶδα, Αιολ. ὄϊδα, παρακ. με σημασία ενεστ. του *εἴδω
Β. - οἰδάνω[ᾰ], I. προκαλώ πρήξιμο, φουσκώνω, Λατ. tumefacere, σε Ομήρ. Ιλ.· Παθ., πρήζομαι, Λατ. tumere, στο ίδ. II. = οἰδέω, σε Αριστοφ.
-
οἶδας, βʹ ενικ. παρακ. του *εἴδω
Β.