Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἶδα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
οἶδα, Αιολ. ὄϊδα, παρακ. με σημασία ενεστ. του *εἴδω
Β.
οἰδάνω[ᾰ], I. προκαλώ πρήξιμο, φουσκώνω, Λατ. tumefacere, σε Ομήρ. Ιλ.· Παθ., πρήζομαι, Λατ. tumere, στο ίδ. II. = οἰδέω, σε Αριστοφ.
οἶδας, βʹ ενικ. παρακ. του *εἴδω
Β.