Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἴχομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οἴχομαι, παρατ. ᾠχόμην, Ιων. οἰχόμην· μέλ. οἰχήσομαι, παρακ. ᾤχωκα, Ιων. οἴχωκα· Ιων. γʹ ενικ. υπερσ. οἰχώκεε· επίσης, Παθ. παρακ. ᾤχημαι, Ιων. οἴχημαι· I. αποθ., απέρχομαι, φεύγω, Λατ. abesse (όχι abire), με σημασία παρακ. και παρατ. ᾠχόμην, με σημασία υπερσ., αντίθ. προς το ἥκω, έχω έρθει, ενώ το ἔρχομαι, πηγαίνω ή έρχομαι, λειτουργεί ως ενεστ. και των δύο, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά με μτχ., οἴχεται φεύγων, έφυγε και χάθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ὤχετ' ἀποπτάμενος, πέταξε και εξαφανίστηκε, στο ίδ.· οἴχεται θανών (βλ. κατωτ. II. 1)· επίσης, με επίθ., οἴχεται φροῦδος, εξαφανίστηκε εντελώς, έγινε καπνός, σε Αριστοφ.· με αιτ., έχω δραπετεύσει, ξεφύγει από, στον ίδ. II. Ειδικότερες χρήσεις: 1. ευφημ. αντί θνῄσκω, έχω απέλθει, έχω πεθάνει, οἴχεται εἰς Ἀΐδαο, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., οἴχεται θανών, σε Σοφ. κ.λπ.· στον Όμηρ., απλώς απών ή ξενιτεμένος, Ὀδυσσῆος πόθος οἰχομένοιο, λαχτάρα για τον απόντα Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ. 2. είμαι αφανισμένος, κατεστραμμένος, σε Σοφ.· ιδίως στα ᾤχωκα ή οἴχωκα, Λατ. perii, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. λέγεται για πράγματα, προκειμένου να δηλώσει οποιαδήποτε γρήγορη, αιφνιδιαστική, βίαιη κίνηση, ορμώ, επιπίπτω, σε Ομήρ. Ιλ.