Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἴομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οἴομαι, Επικ. επίσης ὀΐομαι, Αττ. συνήθως οἶμαι· παρατ. ᾠόμην, Αττ. ᾠόμην, Αττ. ᾤμην, μέλ. οἰήσομαι· Επικ. αόρ. αʹ ὠϊσάμην· επίσης στην Παθ., ὠϊσθην, μτχ. ὀϊσθείς, Αττ. ᾠήθην· Ενεργ. ενεστ. οἴω, Επικ. ὀΐω, αλλά μόνο στο αʹ ενικ. ενεστ. (στην αναλυμένη δίφθογγο, το σε όλους τους χρόνους είναι μακρό, ὀΐομαι, ὀΐεαι, ὀΐεται, ὀΐσατο κ.λπ.· ὀΐωI. 1. υποθέτω, σκέφτομαι, κρίνω, νομίζω, πιστεύω, φαντάζομαι, προσδοκώ, φοβάμαι ότι, με αιτ. και απαρ., κατά κανόνα απαρ. μέλ., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με απαρ. μόνο, όταν τα δύο ρήματα έχουν το ίδιο υποκείμενο, όπως, κιχήσεσθαί σε ὀΐω, σκέφτομαι να συλλάβω, δηλ. νομίζω ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ γὰρ ὀΐω πολεμίζειν, δεν σκέφτομαι, δηλ. δεν σκοπεύω να πολεμήσω, στο ίδ.· ἐν πρώτοισιν ὀΐω ἔμμεναι, προσδοκώ να είμαι, σε Ομήρ. Οδ. 3. μερικές φορές, το υποκείμενο του απαρ. εννοείται από τα συμφραζόμενα, τρώσεσθαι ὀΐω, φοβάμαι (ότι πολλοί) θα πληγωθούν, σε Ομήρ. Ιλ.· διωκέμεναι γὰρ ὀΐω, φοβάμαι (ότι αυτοί) με καταδιώκουν, σε Ομήρ. Οδ. 4. απόλ. (αμτβ.), αἰεὶ ὀΐεαι, είσαι πάντοτε καχύποπτος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, νομίζω, πιστεύω, περιμένω, προοιωνίζομαι, μαντεύω, θυμὸς ὀΐσατό μοι, το μάντεψε η καρδιά μου, σε Ομήρ. Οδ.· ὀΐσατο κατὰ θυμόν, είχε προαίσθημα στην ψυχή του, στο ίδ.· απρόσ., ὀΐεταί μοι ἀνὰ θυμόν, έρχεται ένα προμήνυμα στην καρδιά μου, στο ίδ. II. μτβ., προσδοκώ, προσμένω, κεῖνον ὀϊομένη, προσμένοντας τον γυρισμό του, την επιστροφή του, σε Ομήρ. Οδ.· γόον δ' ὠΐετο θυμός, η ψυχή του ήταν παραδομένη στη λύπη, στο ίδ. III. 1. χρησιμ. από τον Όμηρο παρενθετικά, στο αʹ πρόσ., ἐν πρώτοισιν, ὀΐω, κείσεται, ανάμεσα στους πρώτους, φαντάζομαι, θα συγκαταλεγεί, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπειτά γ', ὀΐω γνώσεαι, σε Ομήρ. Οδ. 2. στην Αττ. η παρενθετική αυτή χρήση περιορίζεται στον συνηρ. τύπο οἶμαι, παρατ. ᾤμην, μου φαίνεται, νομίζω, σκέφτομαι, υποθέτω, πιστεύω· ακόμη και ανάμεσα σε πρόθ. και την πτώση που τη συνοδεύει, ἐν οἶμαι πολλοῖς, σε Δημ.· χρησιμ. ως απάντηση σε ερώτηση, εκφράζοντας θετική βεβαιότητα, το πιστεύω, βεβαίως, χωρίς καμία αμφιβολία, εννοείται, σε Αριστοφ. κ.λπ.· οἶμαι ἔγωγε, βεβαίως έχω αυτή την άποψη, ναι, βέβαια, το πιστεύω, σε Πλάτ.· επίσης, σε παρενθετική ευθεία ερώτηση, πῶς οἴει; πῶς οἴεσθε; τι νομίζεις; όπως το πῶς δοκεῖς; επίσης, οἴει; μόνο του, δεν το νομίζεις; τι πιστεύεις; σε Πλάτ. IV. οἴομαι δεῖν, το θεωρώ αναγκαίο, θεωρώ χρέος μου, όπως το Γαλλ. je crois devoir, σε Σοφ., Πλάτ.