LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οἴκοι"
- οἴκοι (οἶκος), επίρρ., στο σπίτι, μέσα στο σπίτι, Λατ. domi, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· τὰ οἴκοι, οικογενειακές, οικιακές υποθέσεις, σε Ξεν., Πλάτ.· ομοίως, ἡ οἴκοι δίαιτα, σε Σοφ.· ἡ οἴκοι (ενν. πόλις), η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου, στον ίδ.