Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἴαξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οἴαξ, -ᾱκος, Ιων. οἴηξ, -ηκος, , I. η λαβή του πηδαλίου του πλοίου, τιμόνι, και γενικά, σύστημα ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το τιμόνι της διακυβέρνησης, το πηδάλιο της διοίκησης, σε Αισχύλ. II. στην Ομήρ. Ιλ., οἱ οἴηκες είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την καθοδήγηση των μουλαριών.