LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οἰμώζω"
- οἰμώζω, μέλ. -ξομαι· μεταγεν. οἰμώξω· αόρ. αʹ ᾤμωξα (οἴμι)· I. 1. θρηνώ γοερά, θρηνολογώ, οδύρομαι, σε Όμηρ., Τραγ. 2. στην καθομιλουμένη Αττ. το οἴμωζε αποτελεί κατάρα, σκάσε! να σε βρει πανούκλα που να πλαντάξεις!, Λατ. abeas in malam rem, σε Αριστοφ.· οἰμώζεται, στον ίδ.· οἰμώξεσθ' ἄρα, στον ίδ.· οἰμώζειν λέγω σοι, στον ίδ.· ομοίως, οὐκ οἰμώξεται; στον ίδ. II. μτβ., συμπονώ, θρηνώ, με αιτ., σε Τυρτ., Τραγ. — Παθ., οἰμωχθείς, θρηνολογημένος, σε Θέογν.· ᾠμωγμένος, σε Ευρ.