Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἰκουρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οἰκ-ουρός, -όν (οὖρος),· I. αυτός που φυλάσσει το σπίτι, λέγεται για φύλακα σκύλο, σε Αριστοφ. I. ως ουσ., οἰκουρός, , κυρία του σπιτιού, οικοδέσποινα, νοικοκυρά, σε Ευρ.· λέγεται περιφρονητικά για άντρα, αυτός που κάθεται στο σπίτι του, δειλός, αντίθ. προς αυτόν που σπεύδει να πάει στον πόλεμο, σε Αισχύλ.· ομοίως, δίαιτα οἰκουρός, σε Πλούτ.