LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οἰκονόμος"
- οἰκο-νόμος, ὁ (νέμω),· I. 1. αυτός που διαχειρίζεται τις οικιακές υποθέσεις, σε Ξεν., Πλάτ. 2. γενικά, διοικητής, κυβερνήτης, διαχειριστής, σε Αριστ.· οἱ Καίσαρος οἰκονόμοι, Ρωμ. procuratores, σε Λουκ. II. θηλ., οικονόμος, νοικοκυρά, σε Αισχύλ.