Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἰκεῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οἰκεῖος, , -ον και -ος, -ον, Ιων. οἰκήϊος, , -ον·
Α. I. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στο σπίτι, οικιακός, σε Ησίοδ. κ.λπ.· τὰ οἰκεῖα, υποθέσεις του σπιτιού, περιουσία, Λατ. res familiaris, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. λέγεται για πρόσωπα, οι της ιδίας οικογενείας ή του ιδίου γένους, συγγενής, Λατ. cognatus, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ ἑωυτοῦ οἰκηϊότατοι, οι πιο κοντινοί, οι πλησιέστεροι συγγενείς, σε Ηρόδ.· κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ, εξαιτίας της συγγένειάς του με τον Ατρέα, σε Θουκ. 2. φιλικός, σε Δημ. III. λέγεται για πράγματα, αυτό που ανήκει στο σπίτι ή την οικογένειά μου, το δικό μου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἡ οἰκεία (ενν. γῆ), Ιων. ἡ οἰκηΐη, σε Ηρόδ.· τὰ οἰκήϊα, η περιουσία κάποιου, στον ίδ.· οἰκεῖοι πόλεμοι, πόλεμοι που διεξάγονται στην πατρίδα κάποιου, σε Θουκ.· λέγεται για δημητριακά, αυτό που έχει καλλιεργηθεί, παραχθεί στην πατρίδα κάποιου, στον ίδ. 2. προσωπικός, ιδιωτικός, σε αντίθ. προς τα δημόσιος, κοινός, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει, με ευχαρίστηση που δεν είναι μόνο προσωπική μας, σε Θουκ.· οἰκεία ξύνεσις, πατροπαράδοτη ευφυΐα, στον ίδ. IV.1. κατάλληλος σε κάτι, αρμόζων, ταιριαστός, πρέπων, κατάλληλος, σε Ηρόδ., Δημ. 2. με δοτ. πράγμ., αυτός που ανήκει κάπου, συμβατός, κατάλληλος προς τη φύση κάποιου πράγματος, σε Πλάτ. 3. οἰκεῖον ὄνομα, μια λέξη στην κύρια, κυριολεκτική της σημασία, σε Αριστ.Β. I. το επίρρ. οἰκείως έχει τις ίδιες σημασίες με το επίθ., φιλικά, με οικειότητα, σε Θουκ., Ξεν. II. προσφιλώς, ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.