Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἰκειόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οἰκειόω, Ιων. οἰκηϊόω, μέλ. -ώσω (οἰκεῖος), κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι· 1. κάνω κάποιον φίλο μου, σε Θουκ.· ομοίως, Μέσ., κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία του, τον προσελκύω, σε Ηρόδ.· Παθ., γίνομαι φίλος, σε Θουκ.· είμαι στενά συνδεδεμένος, σε Πλάτ. 2. Μέσ. επίσης, με αιτ. πράγμ., κάνω κάτι δικό μου, θεωρώ ότι κάτι μου ανήκει, οικειοποιούμαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.