Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἰκία"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
οἰκία, Ιων. -ίη, (οἰκέω),· I. κτίριο, σπίτι, κατοικία, σε Ηρόδ. II. 1. τα της οικίας, σε Πλάτ.· οἰκίας δύοᾤκει, δηλ. διατηρούσε δύο κατοικίες, σε Δημ. 2. οικογένεια, δηλ. το σύνολο των ενοίκων του σπιτιού, Λατ. familia, σε Πλάτ. III. οίκος ή οικογένεια από την οποία κατάγεται κάποιος, σε Ηρόδ., Αττ.
οἰκιᾰκός, , -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο σπίτι, ο άνθρωπος του σπιτιού, οἱ οἰκιακοί, οι σύνοικοι κάποιου, σε Κ.Δ.