Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οποίος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὁποῖος, , -ον, Επικ. ὁπποῖος, , -ον, Ιων. ὁκοῖος, , -ον, συσχετ. προς το ποῖος· I. 1. ως αναφορ., του οποίου είδους ή της οποίας ποιότητας, Λατ. qualis, ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις, ό,τι είδους λόγια έχεις ακούσει, τέτοιας λογής θα ακούσεις ξανά, σε Ομήρ. Ιλ.· οὔθ' οἷ' ἔπασχεν οὔθ' ὁποῖ' ἕδρα κακά, σε Σοφ. 2. σε πλάγιες ερωτήσεις, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. με την προσθήκη αοριστολογικών λέξεων, ὁποῖός τις, σε Ηρόδ., Αττ.· ὁποῖ' ἄσσα, του είδους του οποίου ήταν, αντί ὁποῖά τινα, σε Ομήρ. Οδ.· ὁποιοσοῦν, οποιουδήποτε είδους, Λατ. qualiscunque, ὁποῖος δή, δήποτε, δηποτοῦν και οὖν δή, σε Αττ. III. ο πληθ. ουδ. χρησιμ. ως επίρρ., όπως ακριβώς, Λατ. qualiter, σε Σοφ., Ευρ.