Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ξύλον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ξύλον[ῠ], τό (πιθ. από το ξύωI. ξύλο κομμένο και έτοιμο για χρήση, καυσόξυλο, κούτσουρο, ξυλεία για οικοδομή κ.λπ., σε Όμηρ.· ξύλα νήϊα, ξυλεία για ναυπήγηση πλοίου, σε Ησίοδ.· ξύλα ναυπηγήσιμα, σε Θουκ.· ΙI. 1. στον ενικ., κομμάτι ξύλου, στύλος, σε Όμηρ.· κοντάρι, σε Αριστοφ.· ραβδί, ρόπαλο, στυλιάρι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· 2. περιλαίμιο από ξύλο, που έμπαινε στο λαιμό του φυλακισμένου, σε Αριστοφ.· επίσης, ξύλινα δεσμά που εφαρμόζονταν στα πόδια του, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· πρβλ. πεντεσύριγγος. 3. σανίδα ή δοκάρι στο οποίο δένονταν οι εγκληματίες, σταυρός μαρτυρίου, σε Κ.Δ. 4. τραπέζι αργυραμοιβού, σε Δημ. 5. πρῶτον ξύλον, η πρώτη σειρά ξύλινων καθισμάτων (για τους επιφανείς, τους πρυτάνεις) στο αθηναϊκό θέατρο, σε Αριστοφ. III. λέγεται για ξύλο που δεν έχει κοπεί, δέντρο, σε Ξεν.