Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ξυνός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ξῡνός-ή, -όν (ξύν), αρχ. τύπος του κοινός, κοινός (ό,τι και στη Ν.Ε.), δημόσιος, γενικός, αυτός που αφορά ή ανήκει σε όλους από κοινού, σε Ομήρ. Ιλ.· γαῖα ξυνὴ πάντων, γη, κοινή περιουσία όλων, στο ίδ.· ξυνὸς Ἐνυάλιος, δηλ. ο πόλεμος είναι κοινός, όμως είναι αβέβαιη η έκβασή του, στο ίδ.· ξυνὸν πᾶσι ἀγαθόν, σε Ηρόδ.· ξυνὰ λέγειν, μιλώ για το κοινό καλό, σε Αισχύλ.