Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ξουθός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ξουθός, , -όν, I. λέγεται για χρώμα, που βρίσκεται ανάμεσα στο ξανθός και στο πυρρός, πυρρόξανθος, κιτρινωπός, ξανθόμαυρος, κιτρινόμαυρος, κιτρινοκαφετής, πορτοκαλοκάστανος, επιθ. προσδιορισμός για τη μέλισσα, σε Ευρ.· λέγεται επίσης για το αηδόνι, ιδίως για το λαιμό του, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. II. μεταγεν., λέγεται για ήχο, οξύς, διαπεραστικός, σε Βάβρ., Ανθ.