LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ξηρότης"
- ξηρότης, -ητος, ἡ (ξηρός), ξηρότητα, ξηρασία, ξεραΐλα, σε Πλάτ., Ξεν.· ἡξηρότης τῶν νεῶν, ξηρότητα, δηλ. ακμαιότητα, καλή κατάσταση των ξύλινων μερών των πλοίων, σε Θουκ.