Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ξηρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ξηρός, , -όν, I. 1. ξερός, ξηρός, στεγνός (ό,τι και στη Ν.Ε.), Λατ. siccus, αντίθ. προς το ὑγρός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ξηροῖς ὄμμασι, το siccis oculis του Ορατ., σε Αισχύλ. 2. λέγεται για την κατάσταση του σώματος, μαραμένος, λιπόσαρκος, ισχνός· ξηρὸν δέμας, σε Ευρ., Θεόκρ. II. όπως το Λατ. siccus, αυτός που νηστεύει, εγκρατής, τραχύς, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν, σε Ευρ. III. ως ουσ., ἡ ξηρά (ενν. γῆ), ξεραμένη, άνυδρη γη, σε Ξεν.· με την ίδια σημασία, τὸ ξηρόν, σε Ηρόδ.· ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν, αφήνω τα πλοία στη στεριά, σε Θουκ.