Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ξενιτεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ξενῑτεύω (ξένος), μέλ. -σω, I. ζω στα ξένα, σε Λουκ. II. αποθ., ξενιτεύομαι, πάω στην ξενιτειά, αποδημώ, υπηρετώ σε ξένο στράτευμα, σε Ισοκρ.