Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ξανθός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ξανθός, , -όν, I. κιτρινωπός, λέγεται για διάφορες αποχρώσεις· λέγεται για χρυσαφένια μαλλιά, σε Όμηρ.· ομοίως, ξανθαὶ ἵπποι, κοκκινότριχα ή καστανόχρωμα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. II. Ξάνθος, παροξ., ως κύριο όνομα· 1. ποταμός της Τρωάδας που ονομαζόταν έτσι από τους θεούς, ενώ οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν Σκάμανδρο, στο ίδ. 2. ένα από τα δύο άλογα του Αχιλλέα, ο Κοκκινοτρίχης· το άλλο ήταν ο Βαλίος, ο Παρδαλός, στο ίδ.