Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ξένος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ξένος, , Αιολ. ξέννος, Επικ. και Ιων. ξεῖνος (χρησιμ. επίσης από τους Τραγ.
Α. I. 1.
φίλος που γίνεται δεκτός ως φιλοξενούμενος, δηλ. οποιοσδήποτε πολίτης ξένης πόλης με τον οποίον υπάρχει συνθήκη φιλοξενίας τόσο γι' αυτόν όσο και για τους κληρονόμους του, συνθήκη που επιβεβαιώνεται με αμοιβαία δώρα (ξένια) και με επίκληση στο Δία (Ζεὺς ξένιος), σε Όμηρ.· 2. λέγεται για το ένα από τα δύο μέρη που συνδέονται με δεσμούς φιλοξενίας, δηλ. είτε για τον φιλοξενούμενο είτε για τον ξεινοδόκον, οικοδεσπότη, ξενοδόχο, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα στη φιλοξενία, αλλοδαπός, πρόσφυγας, επισκέπτης, σε Ομήρ. Οδ. 4. κάθε ξένος ή αλλοδαπός, σε Ησίοδ., Αττ.· ο όρος, για λόγους ευγένειας, χρησιμοποιούνταν για οποιονδήποτε του οποίου το όνομα ήταν άγνωστο, και η προσφώνηση ὦξένε έφθασε να σημαίνει κάτι περισσότερο από το «ω, φίλε», σε Σοφ. II. ξένος στρατιώτης, αργυρώνητος, μισθοφόρος, σε Θουκ., Ξεν. Β. ως επίθ., ξένος, , -ον και -ος, -ον, Ιων. ξεῖνος, , -ον, I.ξένος, αλλοδαπός, αλλοεθνής, αλλόφυλος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. II. με γεν. πράγμ., ξένος προς κάποιο ζήτημα, άσχετος, αδαής ως προς αυτό, ανίδεος, άπειρος, σε Σοφ.· επίρρ., ξένως ἔχω τῆς λέξεως, δε γνωρίζω αυτήν τη γλώσσα, αυτόν τον τρόπο του λέγειν, σε Πλάτ. III. αλλότριος, αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος, ασυνήθιστος, σε Αισχύλ.
ξενό-στᾰσις, , κατάλυμα για φιλοξενούμενους ή ξένους, ξενώνας, ξενοδοχείο, σε Σοφ.
ξενοσύνη, , Ιων. ξειν-, φιλοξενία, σε Ομήρ. Οδ.