Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νύσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νύσσω, Αττ. νύττω, μέλ. -ξω, τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο, τσιμπώ, κεντρίζω, διαπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ἀγκῶνι νύξας, έχοντάς τον ακουμπήσει ελαφρά με τον αγκώνα, σε Ομήρ. Οδ.· νύσσω γνώμην, την κεντρίζω, την τρυπώ (με σκοπό να τη διερευνήσω), σε Αριστοφ.