Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νύμφη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νύμφη, , Επικ. κλητ. νύμφᾰ· Δωρ. νύμφᾱ· I. 1. νεαρή σύζυγος, νύφη, Λατ. nupta, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. 2. γενικά, κάθε παντρεμένη γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. 3. νεαρή κόρη, παρθένα σε ηλικία γάμου, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. 4. ισοδύν. Λατ. nurus, η νύφη (αναφορικά με τα πεθερικά και τους κουνιάδους), σε Κ.Δ. II. 1. ως κύριο όνομα, η Νύμφη, σε Όμηρ.· θεαὶ Νύμφαι, σε Ομήρ. Ιλ.· διακρίνεται με διαφορετικά κατά τόπους ονόματα· Νύμφες των πηγών είναι οι Ναϊάδες, Νύμφες της θάλασσας οι Νηρηΐδες, Νύμφες των δέντρων οι Δρυάδες και οι Ἁμαδρυάδες, Νύμφες των βουνών οι Νύμφαι Ὀρεστιάδες και οι Ὀρεάδες, Νύμφες του αγρού οι Νύμφαι λειμωνιάδες. 2. λέγεται για πρόσ. που βρίσκονται σε κατάσταση έκστασης, όπως οι μάντεις και οι ποιητές· λεγόταν ότι είχαν καταληφθεί από τις Νύμφες, δηλαδή ότι ήταν νυμφόληπτοι, Λατ. lymphaticI. III. χρυσαλλίδα ή προνύμφη του μεταξοσκώληκα, σε Ανθ.