LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νότιος"
- νότιος, -α, -ον και -ος, -ον (νότος)· I. υγρός, νοτισμένος, γεμάτος από υγρασία, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ἐν νοτίῳ, δηλ. σε ανοιχτή θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ. II. νότιος, αυτός που βρίσκεται προς τον Νότο· νότιος θάλασσα, δηλ. ο Ινδικός Ωκεανός, σε Ηρόδ.