LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νόστος"
- νόστος, -ου, ὁ (νέομαι)· 1. επιστροφή στο σπίτι ή στην πατρίδα, σε Όμηρ.· με γεν. αντικειμενική, νόστος Ἀχαιίδος, ευκαιρία για επιστροφή στην Ελλάδα, σε Ομήρ. Οδ.· νόστον γαίης Φαιήκων, η επιστροφή σου στη χώρα των Φαιάκων, στο ίδ. 2. γενικά, ταξίδι, περιήγηση, πλους· ἐπὶφορβῆς νόστος, περιήγηση για αναζήτηση τροφής, σε Σοφ.· νόστος πρὸς Ἴλιον, σε Ευρ.