Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νόστιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νόστῐμος, -ον (νόστοςI. 1. αυτός που ανήκει στην επιστροφή, στον νόστο, νόστιμον ἦμαρ, η ημέρα της επιστροφής, δηλ. η ίδια η επιστροφή, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, νόστιμον φάος, σε Αισχύλ. 2. αυτός που είναι σε θέση ή είναι πιθανόν να επιστρέψει, δηλαδή αυτός που παραμένει ζωντανός, σώος, Λατ. salvus, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για φυτά, αυτά που αναπαράγονται, παραγωγικά, οπωροφόρα· τὸ ἔν σοι νοστιμώτατον, ό,τι ήταν πιο ακμαίο σε σένα, σε Λουκ.