LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νόσος"
- νόσος, ἡ, Ιων. νοῦσος, I. αρρώστια, ασθένεια, αδιαθεσία, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. γενικά, στενοχώρια, δυστυχία, πόνος, λύπη, συμφορά, σε Ησίοδ., Τραγ. 2. διανοητική ασθένεια, στους Τραγ.· θεία νόσος, δηλ. τρέλα, σε Σοφ. 3. λέγεται για πολιτικά καθεστώτα, αναρχία, στάση έναντι της αρχής, σε Πλάτ. 4. πληγή, δηλητήριο, λαίλαπα, λέγεται η φράση «θεία νόσος» για τον ανεμοστρόβιλο, σε Σοφ.