Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νόμος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
νομός, (νέμωI. 1. τόπος όπου τρέφονται τα κοπάδια, βοσκότοπος, σε Όμηρ.· νομὸς ὕλης, τόπος βοσκής σε δασική έκταση, σε Ομήρ. Οδ. 2. βοσκολίβαδο, χορτάρια βοσκής, σε Ομηρ. Ύμν.· γενικά, τροφή, σε Ησίοδ., Αριστοφ. 3. μεταφ., ἐπέων πολὺς νομός, ευρεία κλίμακα, εκτεταμένο πεδίο λόγων, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. κατοικία που κληρώθηκε ή κατακυρώθηκε και απονεμήθηκε σε κάποιον, διαμέρισμα, περιφέρεια, επαρχία, επικράτεια, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· νομὸν ἔχειν, έχω ιδιόκτητη κατοικία, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. μία από τις περιφέρειες (τους νομούς) στις οποίες ήταν διαιρεμένη η Αίγυπτος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διαίρεση που εφαρμόζεται επίσης και σε άλλα κράτη, στον ίδ.
νόμος, (νέμω) I. 1. οτιδήποτε καθιερωμένο, συνήθεια, έθιμο, νόμος, διάταξη, Λατ. institutum, σε Ησίοδ.· νόμος πάντων βασιλεύς, το έθιμο κυβερνά τα πάντα, Πίνδ. παρ' Ηροδ.· κατὰνόμον, σύμφωνα με το έθιμο ή τον νόμο, σε Ησίοδ., Αττ.· ποιητ., κὰν νόμον, σε Πίνδ.· παρὰ νόμον, αντίθ. προς τον νόμο, σε Αισχύλ.· δοτ. νόμῳ, κατ' έθιμο, συμβατικά, κατά συναίνεση, αντίθ. προς το φύσει, σε Ηρόδ., Αριστ.· στην Αθήνα, νόμοι ήταν οι νόμοι του Σόλωνος, ενώ εκείνοι του Δράκοντα αποκαλούνταν θεσμοί. 2. ἐν χειρῶν νόμῳ, με τον νόμο της εξουσίας, μέσω της ισχύος, δια της βίας επίσης· σε μάχη ή συμπλοκή, σε Ηρόδ.· ἐν χειρὸς νόμῳ, κατά τη διάρκεια πραγματικής συμπλοκής, πραγματικού πολέμου, σε Αριστ.· επίσης, ἐς χειρῶν νόμων ἀπικέσθαι, έρχομαι στα χέρια, σε Ηρόδ. II.1. μουσικός τρόπος, κλίμακα, μελωδία, ρυθμός, ήχος, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· νόμοι κιθαρῳδικοί, σε Αριστοφ. 2. τραγούδι που ερμηνευόταν προς τιμήν κάποιου θεού με λύρα ή αυλό, σε Ηρόδ.· νόμοι πολεμικοί, παιάνες, θούριοι, πολεμικά άσματα, σε Θουκ.