LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νόμισμα"
- νόμισμα, -ατος, τό (νομίζω)· I. οτιδήποτε καθιερώνεται από τη μακρά χρήση, συνήθεια, θεσμός, σε Τραγ., Αριστοφ. II. το ισχύον νόμισμα (χρηματική μονάδα) μιας πολιτείας, σε Ηρόδ.