Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νόθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νόθος, , -ον και -ος, -ον, I. νόθος, παιδί γεννημένο εκτός νόμιμου γάμου, δηλ. αυτό που γεννήθηκε από δούλη ή παλλακίδα, αντίθ. προς το γνήσιος, Λατ. legitimus, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· νόθη κούρη, σε Ομήρ. Ιλ. II. γενικά, κίβδηλος, απατηλός, πλαστός, υποβολιμαίος, νόθος, λέγεται για πρόσ. και για πράγμ., σε Πλάτ.