LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νωλεμές"
- νωλεμές, επίρρ., χωρίς παύση, ασταμάτητα, συνεχώς, σε Όμηρ.· ομοίως, νωλεμέως, σε Ομήρ. Ιλ.· νωλεμέως ἐχέμεν, υπομένω καρτερικά, στο ίδ.· αλλά, νωλεμέως κτείνοντο, σκοτώνονταν χωρίς σταματημό, δηλ. ο ένας μετά τον άλλον, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).