LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νυστάζω"
- νυστάζω, αόρ. αʹ ἐνύσταξα και ἐνύστασα· 1. γέρνω το κεφάλι μου γιατί με παίρνει ο ύπνος, κοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι, σε Ξεν., Πλάτ. 2. είμαι νυσταλέος, κοιμισμένος, Λατ. dormito, σε Αριστοφ., Πλάτ. 3. κρεμώ προς τα μπρος το κεφάλι, κλίνω το κεφάλι μου προς τα μπρος, σε Ανθ.

