Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νυμφεῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νυμφεῖος, , -ον και -ος, -ον (νύμφηI. αυτός που αναφέρεται στη νύφη, νυφικός, γαμήλιος, σε Πίνδ., Ευρ. II. ως ουσ., 1. νυμφεῖον (ενν. δῶμα), τό, νυφικό δωμάτιο, σε Σοφ. 2. νυμφεῖα (ενν. ἱερά), τά, γαμήλιες τελετές, γάμος, στον ίδ. 3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, η μέλλουσα σύζυγος του γιου σου, στον ίδ.