Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νυκτερεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νυκτερεύω (νύκτερος), μέλ. -σω, περνώ όλη τη διάρκεια της νύχτας, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, είμαι σε επιφυλακή τη νύχτα, βρίσκομαι σε νυχτερινή σκοπιά, στον ίδ.