Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νομίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νομίζω (νόμος), Αττ. μέλ. νομιῶ, Ιων. αʹ πληθ. νομιοῦμεν· αόρ. αʹ ἐνόμισα, ποιητ. νόμισα, παρακ. νενόμικαΠαθ., μέλ. νομισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐνομίσθην, παρακ. νενόμισμαι· γʹ ενικ. υπερσ. νενόμιστο· I. 1. θεωρώ ή ακολουθώ ως έθιμο ή συνήθεια, τηρώ εθιμικά, σε Ηρόδ.· νομίζω γλῶσσαν, χρησιμοποιώ την κοινή γλώσσα, στον ίδ.· νομίζω οὔτεἀσπίδα οὔτε δόρυ, στον ίδ.Παθ., είμαι συνηθισμένος, βρίσκομαι σε κοινή χρήση, σε Αισχύλ.· σωφροσύνη νενόμιστο, ήταν η κοινή αντίληψη, ήταν η γνώμη «του συρμού», σε Αριστοφ.· απρόσ., ὡς νομίζεται, όπως είναι το έθιμο, όπως συνηθίζεται, σε Τραγ.· μτχ. νομιζόμενος, , -ον, εθιμικός, συνήθης, σε Θουκ.· τὰ νομιζόμενα, έθιμα, συνήθειες, Λατ. instituta, σε Ηρόδ., Αττ.· τὰ νομισθέντα, σε Ευρ. 2. υιοθετώ έθιμο ή συνήθεια· Ἕλληνες ἀπ' Αἰγυπτίων ταῦτα νενομίκασι, σε Ηρόδ. 3. με δοτ., είμαι συνηθισμένος σε κάτι, συνηθίζω κάτι· νομίζουσιν Αἰγύπτιοι οὐδ' ἥρωσιν οὐδέν, δηλ. δεν έχουν τη συνήθεια να λατρεύουν τους ήρωες, στον ίδ.· απ' όπου, κάνω κοινή χρήση, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι· φωνῇ, σε Ηρόδ.· ἀγῶσι καὶ θυσίαις, σε Θουκ. 4. με απαρ., έχω ως έθιμο, έχω τη συνήθεια να κάνω κάτι, σε Ηρόδ.Παθ. απρόσ., γυμνοὺς εἰσιέναι νομίζεται, συνηθίζεται σ' αυτούς να εισέρχονται γυμνοί, σε Αριστοφ.· νενόμισται καλέεσθαι, έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, σε Ηρόδ. 5. Παθ., διοικούμαι και κυβερνώμαι σύμφωνα με παλαιούς νόμους και έθιμα, στον ίδ. II. 1. εκλαμβάνω, αναγνωρίζω, θεωρώ· τοὺς κακοὺς χρηστοὺς νομίζειν, σε Σοφ.· νομίσαι χρὴ ταῦτα μυστήρια, σε Αριστοφ.· θεὸν νομίζω τινά, θεωρώ ή πιστεύω σε κάποιον θεό, σε Πλάτ., Ξεν.· απ' όπου, νομίζειν τούτους (θεούς), τους θεωρώ ως θεούς, σε Ηρόδ.· οὓς ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, δεν πιστεύει στους θεούς στους οποίους πιστεύει η πολιτεία, σε Ξεν., Πλάτ.· αλλά, νομίζειν θεοὺς εἶναι, πιστεύω ότι υπάρχουν θεοί, σε Πλάτ.· θεοὺς νομίζειν οὐδαμοῦ, σε Αισχύλ.· ώστε, τα νομίζειν τοὺς θεούς και νομίζειν θεούς διαφέρουν, καθώς το ένα σημαίνει «πιστεύω σε συγκεκριμένους θεούς», ενώ το άλλο «πιστεύω στους θεούς γενικά», πρβλ. ἡγέομαι III. 2. Παθ., Ἕλληνες ἤρξαντο νομισθῆναι, οι Έλληνες να θεωρούνται, να νομίζονται ως..., σε Ηρόδ. 2. εκτιμώ, υπολήπτομαι, σε Πίνδ.· Παθ., με εκτιμούν, σε Πλάτ. 3. με αιτ. πράγμ., κρίνω, θεωρώ, πιστεύω, φρονώ, στον ίδ. 4. με αιτ. και απαρ., εκτιμώ, κρίνω, θεωρώ, πιστεύω ότι..., σε Σοφ., Ξεν.· επίσης, όπως το δοκέω, με απαρ. μέλ., προσδοκώ, περιμένω ότι..., σε Σοφ. 5. Παθ., με γεν. κτητική· τοῦ θεῶν νομίζεται; τίνος θεού ιερό θεωρείται ότι είναι;, στον ίδ. 6. απόλ., νομίζοντα λέγειν, μιλώ με πλήρη βεβαιότητα, με ασφαλή πίστη, σε Πλάτ.