Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νομάς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νομάς, -άδος, , (νομόςI. αυτός που περιφέρεται για να βρει τόπο βοσκής· οἱ Νομάδες, περιπλανώμενες ποιμενικές φυλές, οι Νομάδες, σε Ηρόδ., Αττ.· και ως κύριο όνομα, Νομάδες, κάτοικοι της αφρικανικής Νουμιδίας, σε Πολύβ. II. 1. θηλ. επίθ., αυτή που βόσκει, που τρέφεται με βοσκή, σε Σοφ. 2. μεταφ., κρῆναι Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων, οι πηγές που τρέφουν τα ρείθρα του Κηφισού, στον ίδ.