Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νικάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νῑκάω (νίκη), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐνίκησα, παρακ. νενίκηκα· I. 1. απόλ., νικώ, υπερισχύω, υποτάσσω, είμαι νικητής σε μάχη ή σε αγώνες, σε Όμηρ. κ.λπ. ὁ νικήσας, ο νικητής, ὁ νικηθείς, ο νικημένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνίκησα καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην, κέρδισα το πρώτο βραβείο (στην Ολυμπία), σε Θουκ.· νικᾶν ἐπὶ πᾶσι κριταῖς, νικώ κατά τη γνώμη όλων των κριτών, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., πάνταἐνίκα, νικούσε όλες τις φορές, σε Ομήρ. Ιλ.· παγκράτιον, σε Θουκ.· νικᾶν Ὀλύμπια, είμαι νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες, στον ίδ. κ.λπ.· 2. λέγεται για απόψεις, επικρατώ, ἐκ τῆς νικώσης (γνώμης), σύμφωνα με την επικρατούσα γνώμη, απόφαση της πλειονότητας, σε Ξεν.· απρόσ., ἐνίκα (ενν. ἡ γνώμη), αποφασίστηκε, Λατ. visum est· με απαρ., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν, κυριάρχησε η άποψη να μην εγκαταλείψουμε την πόλη, σε Ηρόδ.· ἐνίκησε λοιμὸν εἰρῆσθαι, ήταν γενική και κυρίαρχη η άποψη ότι λοιμός ήταν η αιτία, σε Θουκ. 3. ως νομικός όρος, νικῶ τὴν δίκην, κερδίζω την υπόθεση, σε Ευρ., Αριστοφ. II. 1. με αιτ. προσ., νικώ, επικρατώ, καταβάλλω, σε Όμηρ. κ.λπ.· μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον, το καλύτερο είναι να μη γεννηθεί, σε Σοφ.· νίκηςνικᾶν τινα, κερδίζω τη νίκη έναντι κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. 2. γενικά, λέγεται για πάθη κ.λπ., υπερνικώ, υπερισχύω, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με, με αναγκάζετε να σας παρέχω ηδονή παρά τη θέλησή μου, σε Σοφ.· με απαρ., μηδ' ἡ βία σε νικησάτω τοσόνδε μισεῖν, ας μην υπερισχύσει σε σένα η βία ώστε να σε αναγκάσει να μισείς, στον ίδ. 3. Παθ., νικᾶσθαί τινος, όπως το ἡττᾶσθαι, είμαι κατώτερος έναντι κάποιου, ενδίδω, υποτάσσομαι, υποχωρώ, σε Σοφ., Ευρ.· ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ, σε Αριστοφ.