Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νηφάλιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νηφάλιος[ᾰ], , -ον (νήφωI. αυτός που δεν έχει αναμειχθεί με κρασί, που δεν περιέχει κρασί· νηφάλια μειλίγματα, προσφορές στις Ευμενίδες, αποτελούμενες από νερό, γάλα και μέλι, σε Αισχύλ. II. λέγεται για πρόσ., συνετός, εγκρατής, σε Κ.Δ.