Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νησιώτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νησιώτης, -ου, (νῆσος), θηλ. -ῶτις, -ιδος· Δωρ. νᾱσ-, I. κάτοικος νησιού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. II. ως επίθ., αυτός που ανήκει ή βρίσκεται σε νησί, νησιωτικός, σε Ηρόδ., Ευρ.· νησιῶτις πέτρα, βράχος που βρίσκεται σε νησί, σε Αισχύλ.