LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νηπενθής"
- νη-πενθής, -ές (πένθος), αυτός που διώχνει τον πόνο, το πένθος ή τη λύπη· φάρμακον νηπενθές, πιθ. όπιο, σε Ομήρ. Οδ.· νηπενθής, ως επίθ. προσδιοριστικό του Απόλλωνα, σε Ανθ.