LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νημερτής"
- νη-μερτής, -ές (νη-, ἁμαρτεῖν), Δωρ. και Τραγ. νᾱμερτής, αλάνθαστος στους λόγους του, αψευδής, αληθής, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· νημερτέα βουλήν, βέβαιη απόφαση, δηλ. απόφαση που πρόκειται σίγουρα να εκτελεστεί, σε Ομήρ. Οδ.· νημερτέα εἰπεῖν ή μυθήσασθαι, λέει αλήθειες, σε Όμηρ.· Ιων. επίρρ. νημερτέως, ως τρισύλ., σε Ομήρ. Οδ.