Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νηλής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νηλής, -ές, Επικ. ουδ. νηλεές (όπως αν προερχόταν από το νηλεής), Επικ. επίσης νηλειής, -ὲς (νή-, ἔλεοςI. ανελέητος, σκληρός, άσπλαχνος, σε Ομήρ. Ιλ.· νηλέϊ χαλκῷ, με άκαμπτο ατσάλι, σκληρό σίδηρο, σε Όμηρ.· νηλέϊὕπνῳ, λέγεται για αμείλικτο ύπνο, που εκθέτει τους ανθρώπους στην αρρώστια και γενικά σε κινδύνους χωρίς τη δυνατότητα αντίστασης, σε Ομήρ. Οδ.· νηλεὲς ἦμαρ, ημέρα θανάτου, σε Όμηρ.· επίρρ. νηλεῶς, σε Αισχύλ. II. Παθ., αυτός που δεν έχει γνωρίσει το έλεος κανενός, αυτός τον οποίο δεν λυπάται κανείς, σε Σοφ.