Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νεῦρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νεῦρον, τό, I. 1. νεύρο, τένοντας· στον πληθ., οι τένοντες των πελμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. 2. μεταφ. στον πληθ., τὰ νεῦρα τῆς τραγῳδίας, λέγεται για τις λυρικές ωδές, το νεύρο, η ικμάδα τους, σε Αριστοφ.· τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων, σε Αισχίν. II. χορδή ή σχοινί από έντερα ή νεύρα, για να προσδένεται η αιχμή του βέλους στο καλάμι του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, χορδή σφεντόνας, σε Ξεν.