LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νεώτατος"
- νεώτατος, -η, -ον, 1. υπερθ. του νέος, πάρα πολύ νέος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. πάρα πολύ πρόσφατος, σε Αριστ.