LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νεότης"
- νεότης, Δωρ. —τας,-ητος, ἡ (νέος)· I. 1. νεανικότητα, νεότητα, Λατ. juventa, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ. 2. νεανικό θάρρος, ορμή, σε Ηρόδ.· με αρνητική σημασία, θρασύτητα, αυθάδεια, σε Πλάτ. κ.λπ. II. ως περιληπτικό, όπως το νεολαία, το σύνολο των νέων, νέοι που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία, Λατ. juventus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.