LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νεόδμητος"
- νεό-δμητος, -ον (δαμάω), αυτός που εξημερώθηκε, που δαμάστηκε πρόσφατα, λέγεται για άλογα· μεταφ., λέγεται για νέα γυναίκα που πρόσφατα παντρεύτηκε, σε Ευρ.
- νεό-δμητος (δέμω), Δωρ. -δμᾱτος, -ον, αυτός που χτίστηκε πρόσφατα, σε Πίνδ., Ανθ.

