Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νεόδμητος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
νεό-δμητος, -ον (δαμάω), αυτός που εξημερώθηκε, που δαμάστηκε πρόσφατα, λέγεται για άλογα· μεταφ., λέγεται για νέα γυναίκα που πρόσφατα παντρεύτηκε, σε Ευρ.
νεό-δμητος (δέμω), Δωρ. -δμᾱτος, -ον, αυτός που χτίστηκε πρόσφατα, σε Πίνδ., Ανθ.