Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νεφέλη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
νεφέλη, (νέφοςI. 1. σύννεφο, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. μεταφ., νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη, λέγεται για τον θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχεος νεφέλη, σύννεφο λύπης, σε Όμηρ.· Κενταύρου φονίᾳ νεφέλᾳ, δηλ. με το αίμα του Κενταύρου, σε Σοφ. II. δίχτυ για την παγίδευση των πουλιών, στον πληθ., σε Αριστοφ.
νεφελ-ηγερέτᾰ, (ἀγείρω), Επικ. αντί -της, μόνο στην ονομ. και την Επικ. γεν. νεφεληγερέταο, αυτός που συγκεντρώνει, που καθοδηγεί τα σύννεφα, λέγεται για τον Δία, σε Όμηρ.