Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νεοσσεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νεοσσεύω (νεοσσός), Αττ. νεοττεύω, μέλ. -σω, 1. κλώθω, επωάζω, σε Αριστοφ. 2. χτίζω φωλιά — Παθ., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, όσα είχαν χτισμένες τις φωλιές τους, σε Ηρόδ.