Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νεικέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νεικέω (νεῖκος), μέλ. -έσω, αόρ. αʹ ἐνείκεσα, Επικ. νείκεσα και νείκεσσα· Επικ. και Ιων. τύποι· ενεστ. νεικείω, γʹ ενικ. υποτ. νεικείῃσι, παρατ. νείκειον, Ιων. νεικείεσκον· I. φιλονικώ ή καυγαδίζω με κάποιον· με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· αμτβ., σε Όμηρ.· μτχ. νεικέων, πεισματώδης, ισχυρογνώμων, σε Ηρόδ. II. μτβ., κακολογώ, λοιδορώ, κατηγορώ, υβρίζω, με αιτ. προσ., σε Όμηρ.