Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νεανίας"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νε-ᾱνίας, (νέος), -ου, Επικ. και Ιων. νεηνίης, -εω· I. 1. νέος ως προς την ηλικία, νεαρός, πάντοτε μαζί με το ἀνήρ, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, παῖς νεηνίης, σε Ηρόδ.· αλλά μόνο στην Αττ., όπως το νεανίσκος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. 2. νεανικός ως προς το χαρακτήρα, δηλ. με θετική σημασία, ορμητικός, γενναίος, δραστήριος, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· ή με αρνητική σημασία, θερμοκέφαλος, αυθάδης, ισχυρογνώμων, σε Ευρ., Δημ. II. λέγεται για πράγματα, πρόσφατος, καινούριος, νωπός, σε Ευρ.